- αλικαρνασσόθεν
- ἁλικαρνασσόθεν επίρρ. (Α)από την Αλικαρνασσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἁλικαρνασσὸς + κατάλ. επιρρ. -θεν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἁλικαρνασσόθεν — from Halicarnassus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)